ὑποδεές

ὑποδεές
ὑποδεής
somewhat deficient
masc/fem voc sg
ὑποδεής
somewhat deficient
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κολεκτιβισμός — Πολιτικοοικονομικό σύστημα, στο οποίο οι συντελεστές παραγωγής και η διανομή των αγαθών ελέγχονται από το κοινωνικό σύνολο (κράτος, αυτόνομες κοινότητες ή συναιτεριστικές οργανώσεις) και όχι από ιδιώτες. Υπό την έννοια αυτή ο κ. είναι αντίθετος… …   Dictionary of Greek

  • υποδεής — (I) ες, ΜΑ 1. ελλιπής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑποδεές·η υποταγή μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑποδεής υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δεής (< δέομαι), πρβλ. ἐν δεής]. (II) ες, Α λίγο φοβισμένος, κάπως φοβισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δεής (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”